Montag, 3. August 2015

Ελληνοφιλία των Βαυαρών και Βαυαροκρατία (Bavarokratie): Όθων Α' Βασιλεύς της Ελλάδος

Αντιπαράθεση στην κριτική
 περί «Βαυαροκρατίας» 
στην Ελλάδα (1832 - 1862) 
υπό το φως νέων αρχειακών πηγών
Κωνσταντίνος Σωτ. Κωτσοβίλης
(Απόσπασμα από το Βιβλίο 

"Ελληνοφιλία των Βαυαρών, Όθων Α΄ Βασιλεύς της Ελλάδος", 
σελίδα 1 έως 17)


Ομιλία
του κ. Κωνσταντίνου Σωτ. Κωτσοβίλη Magister Artium,
Ιστορικού Ερευνητή
Αθήνα, 8-12-2003

Μετά την πρώτη εμφάνισή μου ενώπιον σας στις 4 Απριλίου 2001 με θέμα τη «Μεταφορά της Πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα», - παρόντων τότε στην αίθουσα αυτή και των αειμνήστων προέδρου Άθω Τσούτσου και αντιπροέδρου Δημητρίου Καλλιφρονά - επανέρχομαι σήμερα σ’ αυτήν την αίθουσα, που φέρει πλέον το όνομα του τέως προέδρου Άθω Τσούτσου, κατόπιν προσκλήσεως του νέου προέδρου, δικηγόρου Αντωνίου Βογιατζή, του νέου Διευθυντού του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών Βούρου - Ευταξία, του Αφυπηρετήσαντος Αναπληρωτού Καθηγ. της Ιστορίας της Τέχνης Στέλιου Λυδάκη, αλλά και του Προέδρου των Φίλων του Μουσείου αυτού Αφυπηρετήσαντος Τακτικού Καθηγ. της Αρχαίας Ιστορίας Εμμανουήλ Μικρογιαννάκη, τέως Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου περιληπτικά να σας αναπτύξω αρκετά σημεία της Βασιλείας του Όθωνα στην Ελλάδα από την οπτική γωνία πρωτογενών αδημοσίευτων αρχειακών πηγών 
του Μονάχου, 
του Oldenburg, 
του Bamberg, 
του Βερολίνου, 
της Βιέννης, 
του Ναυπλίου και 
των Αθηνών. 

Με τη σημερινή μου διάλεξη αποβλέπω στην αποκατάσταση της αλήθειας και στην παρουσίαση ενός μόνο μέρους από τα στοιχεία που αποκάλυψε η μακρόχρονη έρευνά μου.

Όσοι ασχολούνται σήμερα με την προσωπικότητα και το έργο του πρώτου Βασιλέως της Ελλάδος, του Όθωνα Α', και μελετούν τη σχετική βιβλιογραφία, διαπιστώνουν ότι ο Όθωνας υπήρξε πρόσωπο αμφιλεγόμενο, όχι μόνο για τους συγχρόνους του, αλλά και για τους μεταγενέστερους ιστορικούς.

 Ολίγοι συγγραφείς τον επαινούν, οι περισσότεροι από αυτούς, κυρίως Έλληνες, στρέφουν εναντίον του τα οξύτατα πυρά της κριτικής
εκτοξεύουν εναντίον του πλήθος αόριστων κατηγοριών και του προσάπτουν αβασάνιστα συγκεκριμένες μομφές.

 Ελάχιστοι από αυτούς αντλούν την κριτική τους από πρωτογενείς αρχειακές πηγές, διότι, αν την είχαν στηρίξει σε αυτές, θα είχαν σαφέστατα αντιληφθεί, ότι τουλάχιστον ένα μέρος της παραδεδομένης πολεμικής κατά της αποκαλούμενης «Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα» στηρίζεται σε ισχυρισμούς, οι οποίοι δύνανται αναντίρρητα να ανασκευαστούν και να ανατραπούν.

Κατά την ολοκληρωθείσα και δημοσιευθείσα ήδη έρευνά μου για την Ελληνική Παροικία Μονάχου, τον ορθόδοξο Ναό της και τον βαυαρικό Φιλελληνισμό, οι ισχυρισμοί περί «Βαυαροκρατίας» με έβαλαν στον πειρασμό να ερευνήσω σε βάθος τα σχετικά αρχεία και να αναζητήσω αντικειμενική απάντηση, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ίδιες τις πηγές. 

Οι διαπιστώσεις μου από τη μελέτη των εγγράφων των αυθεντικών φακέλλων υπήρξαν πραγματικά αποκαλυπτικές.

Οπωσδήποτε τόσο ο Όθωνας, όσο και οι συνεργάτες του Βαυαροί έδωσαν με ορισμένες άστοχες ενέργειές τους αφορμές να δημιουργηθεί ένα ρεύμα δυσαρέσκειας εναντίον τους. 

Τέτοιες ενέργειες αποτελούν π.χ. η δυνατότητα πρόσληψης μόνο μικρού αριθμού αξιωματικών και στρατιωτών στον τακτικό στρατό και όχι όλων των αγωνιστών του 1821, 
πράγμα που οδήγησε τους απογοητευμένους
 και για μεγάλη χρονική διάρκεια απομακρυσμένους
 από την αστική και κοινωνική ζωή αγωνιστές
 να συγκροτήσουν ακόμα και ληστοσυμμορίες

Συνολικά οι αποφάσεις αυτές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για αντιπολιτευτική κίνηση, η οποία αργότερα αναζητούσε άλλες αφορμές και πραγματικές ή υποτιθέμενες ατασθαλίες, για να επιτίθεται στον Βασιλέα και στους επιτελείς του.

 Τέτοιου είδους αφορμές ήταν κατ’ εξοχήν η δήμευση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας με το κλείσιμο πολλών ανδρώων και γυναικείων μοναστηρίων, όπως επίσης και η δημοσίου εκκλησιαστικού δικαίου θεμελίωση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και η έκδοση του σχετικού νόμου της Πολιτείας,
που σήμαινε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο.

 Αναφορικά με το πρόσωπο του ίδιου του Βασιλέως, σημεία ασκήσεως πολεμικής εναντίον του αποτελούσαν τόσο το γεγονός ότι πρέσβευε το δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και παρέμενε πιστός στη θρησκευτική του ομολογία, όσο και η ατεκνία του βασιλικού ζεύγους. 

Ιστορικοί, οι οποίοι κρίνουν αρνητικά τη διακυβέρνηση του Όθωνα, στηρίζονται έως σήμερα σε τέτοιου είδους μονόπλευρη κριτική, όπως αυτή παρουσιάζεται στα αντιπολιτευτικά φύλλα εκείνης της εποχής, π.χ. στον ήδη κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας εχθρικά διακείμενο τύπο, όπως στην εφημερίδα «Αθηνά» του δημοσιογράφου Εμμανουήλ Αντωνιάδη (1791 - 1863) από τη Χαλέπα των Χανίων Κρήτης , στην εφημερίδα «Χρόνος» του καταγόμενου από την Ιθάκη Συνταγματάρχου του ρωσικού στρατού και αργότερα γενικού προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα Ιωάννη Βλασσόπουλου (1741 - 1837), στην εφημερίδα «Ήλιος» των λυρικών ποιητών και δημοσιογράφων, αδελφών Αλεξάνδρου (1803 - 1863) και Παναγιώτη Σούτσου (1806 - 1868), και στη δίγλωσση (ελληνικά και γερμανικά εκδιδόμενη) εφημερίδα «Η Ελπίς» ("Die Hoffnung" ) του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Λεβίδη (1790 - 1868) με αρχισυντάκτη τον Νικόλαο Γαϊτάνο

Η πραγματική ιστορία της διακυβέρνησης του Όθωνα με βάση πρωτογενείς αρχειακές πηγές δεν έχει αποτυπωθεί ακόμα σε χαρτί, διότι τα απαραίτητα για τον σκοπό αυτό έγγραφα βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα και στο Ναύπλιο, στο Αρχείο του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και στο Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά μέχρι τώρα, κατά παράξενο τρόπο, δεν έχουν καταστεί πλήρως προσιτά. 

Επιπλέον τα ρωσικά αρχεία στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη είναι δυσκόλως προσβάσιμα.

Παρ’ όλα αυτά μπορεί τώρα κιόλας να λεχθεί:
Ο Βασιλεύς Όθωνας και οι επιτελείς του όχι μόνο έφεραν σε πέρας αξιόλογο έργο, 
αλλά έγιναν και ανυποχώρητοι λάτρεις της Ελλάδος
και έδειξαν ποικιλοτρόπως την αγάπη τους προς τη χώρα,
τον λαό της και τη χριστιανική ομολογία της Ορθόδοξης Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας,
πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

I
Λουδοβίκος Α΄, Βασιλιάς της Βαυαρίας
Πριγκίπησσα Therese
von Sachsen-Hildburghausen
Ο πρίγκιπας Όθωνας της Βαυαρίας γεννήθηκε στις 
(20 Μαίου) 1 Ιουνίου 1815 στο ανάκτορο Mirabell του τότε ακόμη βαυαρικού Salzburg 
ως δευτερότοκος γυιός του διαδόχου και από το 1825 Βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α' (*1786, βασίλ. 1825 - 1848, +1868), 
Βασιλιάς Όθων Α΄

που διοικούσε ήδη από το 1811 το Salzburg και την περί αυτό περιφέρεια Inn και Salzach . 

Και ενώ η μητέρα του Θηρεσία Therese (1792 - 1854), πριγκίπισσα του Sachsen-Hildburghausen, είχε παραμείνει στο Salzburg, ο πατέρας του έσπευσε επικεφαλής του βαυαρικού στρατού στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας του Ναπολέοντος Α' Βοναπάρτη (1769 - 1821), που με την επάνοδό του από τη νήσο Έλβα είχε σκορπίσει σε ολόκληρη την Ευρώπη τον φόβο και τον τρόμο, αλλά τελικά ενικήθηκε ένα μήνα αργότερα, τον Ιούλιο 1815, στο Βατερλώ του Βελγίου.

Τον Ιούνιο του 1821 άρχισε η διαπαιδαγώγηση του εξαετούς πρίγκιπα Όθωνα επί χριστιανικής ανθρωπιστικής βάσεως από τον ρωμαιοκαθολικό ανώτερο κληρικό στο Μόναχο, μετέπειτα Επίσκοπο του Eichstätt (από το 1846) και Γερουσιαστή του στέμματος της Βαυαρίας στην Ανω Βουλή του Βαυαρικού Κοινοβουλίου (κατά τα έτη 1848 - 1860), Johann-Georg von Oettl (1794 - 1866) . 
Prof. Dr. Friedrich-Wilhelm Thiersch


Από το 1826 συμμετείχε σ’ αυτή και ο φιλόσοφος Καθηγητής Δρ. Friedrich-Wilhelm Schelling (1775 - 1854) και αργότερα επίσης
ο ευαγγελικός-λουθηρανός θεολόγος, Φιλέλλην και κλασικός φιλόλογος Καθηγητής Δρ. Friedrich-Wilhelm Thiersch (1784 - 1860). 

Αυτή η διαπαιδαγώγηση στόχευε στην επαγγελματική του αποκατάσταση ως ιερωμένου, όπως συνέβαινε κατά παράδοση με τους δευτερότοκους πρίγκιπες της βαυαρικής δυναστείας των Wittelsbach. 
Ήδη από τον 16ο αιώνα δευτερότοκοι Βαυαροί πρίγκιπες είχαν καταλάβει επανειλημμένα θέσεις ρωμαιοκαθολικών επισκόπων και σποραδικά είχαν ακόμα και το αξίωμα του Καρδιναλίου. 

Η σταθερή δια του τρόπου αυτού σύνδεση του Όθωνα με το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, με παγιωμένες πλέον θρησκευτικές πεποιθήσεις, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του μια προσωπική του αποκλειστικώς υπόθεση, 
που καθόλου δεν τον εμπόδισε να σέβεται τις ορθόδοξες πεποιθήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών και να αισθάνεται τον εαυτό του ολοκληρωτικά ως Έλληνα .

 Όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε στα είκοσι του χρόνια και ανέλαβε τη Βασιλεία, εξέδωσε στις (20 Μαΐου) 1 Ιουνίου 1835 μια διακήρυξη, με την οποία υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό να προστατεύει πάντοτε την
 «Άγια Θρησκεία των Ελλήνων υπηκόων και να υποστηρίζει σταθερά την Εκκλησία τους».

 Δεν επεδίωκε να έχει επιρροή στην ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, αλλά να είναι μόνο θεμέλιο και προστάτης της Εκκλησίας τους, ενώ η διοικητική εξουσία της Εκκλησίας ανατέθηκε σε μια πενταμελή Διαρκή Ιερά Σύνοδο, της οποίας η προεδρία αναλήφθηκε αρχικά για δύο χρόνια (1833-1835) από τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1821 - 1836) Κύριλλο Β' Ροδόπουλο .

 Κατά πόσον ο Όθωνας εξελίχθηκε σε Έλληνα αποδεικνύει το ακόλουθο γεγονός: 




Ακόμα και μετά την έξωσή του και πριν τον θάνατό του - απεβίωσε στις (14) 26 Ιουλίου 1867, σε ηλικία 52 ετών -
 διέθεσε στον Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826 - 1898), γυιό του πεσόντος ήρωα, οπλαρχηγού της επαναστάσεως του Εικοσιένα, Γεωργίου Καραϊσκάκη (1780 - 1827), 
και στον Υποστράτηγο Ανεφοδιασμού Ιωσήφ Πιττακό (1805 - 1886)

ολόκληρη την ετήσια βαυαρική πριγκιπική χορηγία του έτους 1866, αυξημένη μάλιστα από το έτος εκείνο σε 100.000 χρυσά φιορίνια (αξίας στη σημερινή εποχή περίπου 1.250.000 Ευρώ), 

και μάλιστα με τη συγκατάθεση του πατέρα του, πρώην Βασιλέως Λουδοβίκου Α', αλλά και του ανηψιού του τότε Βασιλέως Λουδοβίκου Β' (1845 - 1886). 

Οι Καραϊσκάκης και Πιττακός είχαν επισκεφθεί το 1865 τον Βασιλέα Όθωνα A΄ στον τόπο της εξορίας του, στο Bamberg, κατά τη διάρκεια περιοδείας τους, που οργάνωσαν στα κέντρα των Ελλήνων της διασποράς με σκοπό τη συγκέντρωση χρηματικών δωρεών.
Σημαία που χρησιμοποιήθηκε κατά 
την πολιορκία του Αρκαδίου (1866), 
με τα αρχικά:
 Κ (Κρήτη), Ε (Ένωσις), 
Ε (Ελευθερία), Θ (Θάνατος)
 Ο Όθωνας ανταποκρίθηκε στην παράκλησή τους
 να βοηθήσει στη χρηματοδότηση 
της αγοράς οπλισμού 
για τη συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα στην Κρήτη (1866 - 1869).

Το γεγονός ότι ανάμεσα στους παιδαγωγούς του Όθωνα βρισκόταν και ο Καθηγητής Δρ. Friedrich-Wilhelm Thiersch, που μάλιστα είχε συντάξει και το πρόγραμμα διαπαιδαγώγησής του, πρέπει να συνέβαλε από νωρίς σε αυτό, ώστε να αποκτήσει ο νεαρός πρίγκιπας γνώσεις και για τη σύγχρονη Ελλάδα. 

Ο Καθηγητής Thiersch ανήκε μάλιστα και στη δεκαμελή ηγετική ομάδα του Κομιτάτου της Βαυαρικής Φιλελληνικής Εταιρείας του Μονάχου, αλλά δεν υπήρξε ο πρόεδρός του, όπως συνήθως αναφέρεται στην ελληνική βιβλιογραφία. 

Αυτά τα ηγετικά στελέχη, των οποίων ο διορισμός σε αυτό το αξίωμα επικυρώθηκε από τον Βασιλέα Λουδοβίκο A΄ στις (4) 16 Οκτωβρίου 1829, ήταν όλοι ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας του Μονάχου, ήτοι ο Υπουργός Εσωτερικών Δρ. Eduard Ritter von Schenk (1788 - 1841) ως πρόεδρος 


Eduard von Schenk
( 1788 - 1841 )

και ως μέλη:
 ο μέγας αυλάρχης και μετέπειτα υπουργός Στρατιωτικών (της περιόδου από 1839 μέχρι 1847) Βαρόνος Anton von Gumppenberg (1787 - 1855), 
ο αυλικός ρωμαιοκαθολικός ιεροκήρυκας Johann-Michael Hauber (1778 - 1843), 
ο ευαγγελικός Ανώτ. Εκκλ. Σύμβουλος (OKR) Δρ. Philipp Heintz (1771 - 1835), 
ο Καθηγητής Friedrich-Wilhelm Thiersch (1784 - 1860)
ο τραπεζίτης Ευγενής Heinrich von Kerstorf (1769 - 1832), 
ο βουλευτής και αντιδήμαρχος Μονάχου Jakob Klar (1783 - 1833), 
ο αυλικός αρχιτέκτονας Leo von Klenze (1784 - 1864), 
ο αυλικός τραπεζίτης Βαρόνος Simon von Eichthal, πρώην Seligmann (1787 - 1854) και 
ο αυλικός δικηγόρος Δρ. Karl Meinel (1780 - 1840) 
καθώς επίσης ως έκτακτο μέλος ο εξ απορρήτων προσωπικός γραμματέας του Βασιλέως Λουδοβίκου Α' Ιππότης Johann-Heinrich von Kreutzer (1781 - 1848).

II

Τρεις ευρωπαίοι πρίγκιπες αρνήθηκαν την πρόταση να αναλάβουν τον ελληνικό θρόνο: στις (8) 20 Οκτωβρίου 1829 ο 34-χρονος από το 1823 μοργανατικά έγγαμος πρίγκιπας Κάρολος της Βαυαρίας (1795 - 1875), νεότερος αδελφός του Βασιλέως Λουδοβίκου Α', Γερουσιαστής του στέμματος της Βαυαρίας στην Άνω Βουλή του Βαυαρικού Κοινοβουλίου υπό την ιδιότητα του ενήλικου βασιλικού πρίγκιπα, Στρατηγός Ιππικού και από το 1841 Αρχιστράτηγος του βαυαρικού στρατού, στη συνέχεια τον Νοέμβριο 1829 ο 28-χρονος δευτερότοκος πρίγκιπας Ιωάννης της Σαξονίας (1801 - 1873), μετέπειτα Βασιλεύς της Σαξονίας, και τέλος στις (9) 21 Μαΐου 1830 ο 39-χρονος από το 1817 χηρεύσας πρίγκιπας Λεοπόλδος του Sachsen-Coburg και Gotha (1790 - 1865), μετέπειτα πρώτος Βασιλεύς του Βελγίου από το 1831.

Η γυναίκα του πρίγκιπα Λεοπόλδου και διάδοχος του αγγλικού θρόνου Charlotte (1796-1817) απεβίωσε λίγο μετά τον τοκετό ενός ήδη πεθαμένου αγοριού.
 Πλέον του πένθους για τον θάνατο της 21-χρονης συζύγου υποχρεώθηκε ο γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας να κατανοήσει, ότι δεν θα εύρισκε πλέον στην Αγγλία μια ανάλογη απασχόληση. 

Το ότι ο πρίγκιπας Λεοπόλδος απέσυρε τελικά την επίσημη υποψηφιότητά του να γίνει ηγεμών της Ελλάδος, οφείλετο σε οικονομικά και πολιτικά αίτια.

 Δεν θεωρούσε βιώσιμη μια ακρωτηριασμένη Ελλάδα, όπως την ενέκρινε ο πρωθυπουργός της Αγγλίας και πρώην Στρατάρχης, νικητής του Ναπολέοντος στην τελική μάχη του Βατερλώ (1815), Δούκας Αρθουρ-Ουέλλσλεϋ Ουέλλινγκτον (1769 - 1852).

Γι' αυτό τον λόγο επανήλθαν οι προστάτιδες δυνάμεις εκ νέου στην πρόταση του Λουδοβίκου Α', που ο ίδιος προσωπικά είχε κάνει παρεμπιπτόντως κατά τη διάρκεια μιας χοροεσπερίδας στο Αμάλιενμπουργκ του ανακτορικού πάρκου του Νύμφενμπουργκ Μονάχου προς τον Γάλλο διπλωμάτη Δούκα Emmrich-Joseph von Dalberg (1773 - 1833) στις (4) 16 Φεβρουάριου 1828.

Ο Ντάλμπεργκ είχε κατ’ αυτή τη συνομιλία απορρίψει την υποψηφιότητα του πρίγκιπα Καρόλου της Βαυαρίας και είχε προκαλέσει τον Βασιλέα Λουδοβίκο Α' να προτείνει εκείνος έναν άλλο πρίγκιπα για τον θρόνο της Ελλάδος. 

Τότε ο Λουδοβίκος Α' είπε,
ότι ο γυιός του Όθωνας είναι ακόμη ανώριμος
αλλά ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι υποψήφιος, 
εάν παρέμενε ο Καποδίστριας δέκα χρόνια Κυβερνήτης της Ελλάδος. 

Ο Ντάλμπεργκ έλαβε αυτή την πρόταση πολύ σοβαρά. 

Σε μια δεύτερη συνάντηση με τον Ντάλμπεργκ στις ( 16) 28 Νοεμβρίου 1829 ο Λουδοβίκος Α' είχε συμφωνήσει στην υποψηφιότητα του γυιού του 
υπό την προϋπόθεση ότι ο μέχρι τότε Κυβερνήτης της Ελλάδος Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας (1776 - 1831), όσο ήταν ανήλικος ο Όθωνας, θα συνέχιζε να ασκεί τα κυβερνητικά του καθήκοντα. 

Αυτή η πρόταση δεν ενεργοποιήθηκε αμέσως, γιατί ο πρίγκιπας Λεοπόλδος συμφώνησε αρχικά να γίνει ηγεμόνας της Ελλάδος. 


Η δολοφονία του Καποδίστρια.
Όταν όμως ανακάλεσε τη συγκατάθεση του στις (9) 21 Μαΐου 1830 και η δολοφονία του Κόμη Καποδίστρια στο Ναύπλιο την Κυριακή (27 Σεπτεμβρίου) 9 Οκτωβρίου 1831 στις 6:35 απειλούσε να οδηγήσει σε αναρχικές καταστάσεις, συμφώνησαν οι μεγάλες προστάτιδες δυνάμεις Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία να προσφέρουν την 1(13) Φεβρουάριου 1832 στον πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας την κληρονομική εξουσία στο Βασίλειο της Ελλάδος. 

Με προτροπή του Γάλλου πρώην υπουργού εξωτερικών Δούκα Charles-Maurice de Talleyrand (1754 - 1838) προτάθηκε, για όσο διαρκεί η ανηλικότητα του Όθωνα, να ασκεί την κυβερνητική εξουσία ο πρώην βαυαρός υπουργός Εξωτερικών, Εσωτερικών και Οικονομικών Κόμης Maximilian von Montgelas (1759 - 1838). Το ότι αυτή η ιδέα δεν θα γινόταν αποδέκτη από τον Βασιλέα Λουδοβίκο Α' ήταν φυσικά αναμενόμενο εξ αιτίας της γνωστής του αντιπάθειας έναντι του Κόμη Montgelas.

 Ούτε καν η Γαλλία δεν επανήλθε αργότερα σ’ αυτήν την πρότασή της, όταν επρόκειτο να επιλεχθούν τα μέλη της αντιβασιλείας.

 Στις (15) 27 Μαΐου 1832, μετά από εντατικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος Α' αποδέχθηκε στη Νεάπολη της Ιταλίας το προσφερθέν στέμμα της Ελλάδος για λογαριασμό του ανήλικου γυιού του Όθωνα.

Στις (25 Απριλίου) 7 Μαΐου 1832 υπογράφηκε στο Λονδίνο η διεθνής Συνθήκη ανάμεσα στις προστάτιδες δυνάμεις και τη Βαυαρία - όχι βέβαια με την πρόθεση να δημιουργηθεί επί ελληνικού εδάφους μια θυγατρική δεύτερη Βαυαρική Δυναστεία, αλλά με σκοπό να αποτραπεί ο κίνδυνος μιας διαφαινόμενης εμφύλιας καταστροφικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ελληνικών κυβερνήσεων της Κορίνθου και των Μεγάρων και των αντίστοιχων στρατιωτικών μονάδων τους. 

Αν ελάμβανε χώρα αυτή η εμφύλια σύγκρουση, θα έθετε ενδεχομένως σε κίνδυνο την τελική έκβαση του συνολικού απελευθερωτικού αγώνα του 1821 κατά της οθωμανικής μακραίωνης τυραννικής κυριαρχίας καθώς και την ενότητα της Ελλάδος, γιατί τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα είχαν ως ερείσματα την Πελοπόννησο και τη Ρούμελη αντίστοιχα. 

Καμία από τις δύο παρατάξεις και κανείς από τους οπλαρχηγούς τους δεν ήθελε τότε να υποταχθεί σε άλλον Έλληνα όμοιό του, αλλά μόνο σε έναν ξένο, ο οποίος να ίσταται ως μονάρχης υπεράνω παρατάξεων. 

Ο βαυαρός Βασιλεύς Λουδοβίκος Α' έθεσε ως προϋπόθεση να ανακηρύξει η ίδια η ελληνική Εθνοσυνέλευση τον πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας ως Βασιλέα Όθωνα Α' της Ελλάδος. 

Αυτό συνέβη στις (27 Ιουλίου) 8 Αυγούστου 1832 στην Πρόνοια του Ναυπλίου με το β' ψήφισμα, με «ομόθυμη αναγόρευση», της Ε' Εθνοσυνελεύσεως υπό την προεδρία του κορίνθιου Πανούτσου Νοταρά (1740 - 1849), το οποίο επικύρωνε προηγούμενη απόφαση της ελληνικής Γερουσίας (που αποτελείτο τότε από τον Πρόεδρο Δημήτριο Τσαμαδό και δώδεκα Γερουσιαστές)  από (26 Απριλίου) 8 Μαΐου 1832. 

Ο Βασιλεύς Λουδοβίκος Α' διατήρησε με συνέπεια την πεποίθησή του, ότι η δημιουργία μιας νέας δυναστείας προϋπέθετε προσφυγή στην Εθνική Αντιπροσωπεία. 

Έτσι λίγο πριν τον θάνατό του εξόρκισε τους γυιούς, τον πρίγκιπα Luitpold (1821 - 1912) και τον πρίγκιπα Adalbert (1828 - 1875), να διεκδικήσουν τα ενδεχόμενα κληρονομικά δικαιώματά τους επί του ελληνικού θρόνου, που τους αναγνώριζε το άρθρο 8 της διεθνούς Συνθήκης του Λονδίνου από (25 Απριλίου) 7 Μαΐου 1832 και το συμπληρωματικό άρθρο της από (30 Απριλίου) 12 Μαΐου 1833,
 μόνον εάν ο ελληνικός λαός τους προσέφερε νόμιμα το υψηλό αξίωμα του Βασιλέως στην Ελλάδα. 
Ναύαρχος 
Ανδρέας Μιαούλης

Δημήτριος
Πλαπούτας-Κολιόπουλος
Κώστας
Μπότσαρης
Δύο μήνες μετά το β' ψήφισμα της Ε' 
Εθνοσυνελεύσεως αφίχθηκε στο Μόναχο η Ελληνική Αντιπροσωπεία, που είχε εκλεγεί από αυτή, αποτελούμενη 
από τον Υδραίο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη (1769 - 1835) και από δύο οπλαρχηγούς, 
τον Σουλιώτη Κώστα Μπότσαρη (1792 - 1853) 
και
 τον Πελοποννήσιο Δημήτριο Πλαπούτα-Κολιόπουλο (1786 - 1864), 
με την εξουσιοδότηση να επιδώσουν εν ονόματι του ελληνικού λαού
το πρωτότυπο κείμενο 
περί της αναγορεύσεως του Όθωνα Α' ως Βασιλέως της Ελλάδος
υπογεγραμμένο από όλα τα μέλη της Ε' Εθνοσυνελεύσεως, 
και με την παράκληση προς τον Βασιλέα Όθωνα Α'
 να κατέλθει στην Ελλάδα όσο το δυνατόν συντομότερα 
[«περί ταχείας καθόδου του εις Ελλάδα»]. 

Επιπλέον είχαν την εντολή να δηλώσουν ενόρκως πίστη στον πρώτο εκλεγμένο Βασιλέα της Ελλάδος και να εκφράσουν την αφοσίωση του Ελληνικού Έθνους προς αυτόν. 

Κατά την τιμητική υποδοχή της Αντιπροσωπείας στις (3) 15 Οκτωβρίου 1832 στο Μόναχο, που έγινε αιτία αναβολής της διεθνώς γνωστής μεγάλης εορτής της μπύρας του Οκτωβρίου (Oktoberfest) κατά μία εβδομάδα, 
ενήργησε ως ιερέας ο Αρχιμανδρίτης Μισαήλ Αποστολίδης ( 1789 - 1862) από τα Χανιά Κρήτης, που κρατούσε το Ευαγγέλιο κατά την ορκωμοσία των τριών αντιπροσώπων, 
ενώ ως διερμηνέας παρευρέθηκε ο άλλοτε γραμματέας του ναυάρχου Μιαούλη και υπότροφος Φίλιππος Ιωάννου (1800 - 1880) από τη Ζαγορά του Πηλίου της Θεσσαλίας. 


Ορθόδοξοι κληρικοί στο Μόναχο, υπεύθυνοι για την παιδεία
των Ελλήνων Φοιτητών στο Μόναχο 
 (1828 - 1846)
Ιερομόναχος Γρηγόριος Καλαγγάνης, 
Αρχιμανδρίτης Μισαήλ Αποστολίδης, 
Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Καμπάνης
 
Ο τελευταίος διετέλεσε από το 1832 μέχρι το 1835 διδάσκαλος Αρχαίων και Νέων Ελληνικών των Ελλήνων σπουδαστών στη βαυαρική Στρατιωτική και Ναυτική Σχολή Ευελπίδων  και αργότερα, μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα φιλοσοφίας του Λουδοβίκειου· Μαξιμιλιάνειου Πανεπιστημίου Μονάχου, στις αρχές Αυγούστου του 1836 εστάλη επί δίμηνο στο Oldenburg, προκειμένου να διδάξει στη Δούκισσα Αμαλία (1818 - 1875), τη μελλοντική σύζυγο του Όθωνα Α' και μέλλουσα Βασίλισσα της Ελλάδος, τα Νέα Ελληνικά.


Amalie Marie Friederike, Herzogin von Oldenburg
Βασσίλισα της Ελλάδας
Η Δούκισσα Αμαλία του Oldenburg, θυγατέρα του Μεγάλου Δούκα Paul-Friedrich-August I. του Oldenburg (1783 - 1853) και της Μεγάλης Δούκισσας Adelheid (1800 - 1820) ......

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen

Hinweis: Nur ein Mitglied dieses Blogs kann Kommentare posten.